- ενθέτης
- ο1) тот, кто вставляет, надставляет; 2) мор. подъёмный гордень, тали
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενθέτης — ο [εντίθημι] 1. αυτός που τοποθετεί κάτι μέσα σε άλλο 2. ναυτ. είδος διπλού ανυψωτικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση στο πλοίο ή την εκφόρτωση μικρών βαρών, και κυρίως βυτίων νερού ή σάκων, κν. μαραβίλια … Dictionary of Greek
μαραβίλια — η ναυτ. όργανο για την ανύψωση βαρών, ο επάρτης, ο ενθέτης … Dictionary of Greek